- υπερατομικός
- -ή, -όαυτός που είναι έξω από το άτομο, ο μη προσωπικός, ο απρόσωπος: Υπερατομικές αξίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερατομικός — ή, ό, Ν [ατομικός] 1. αυτός που βρίσκεται έξω από το άτομο, που δεν εξαρτάται από τη βούλησή του 2. φρ. «υπερατομικές αξίες» αξίες που προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ τών ανθρώπων … Dictionary of Greek